- λαοπόθητος
- η , ο [ος , ον ] желанный для народа, любимый народом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαοπόθητος — η, ο ο πολύ αγαπητός στον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Γ. Μελισταγή] … Dictionary of Greek
λαοπόθητος — η, ο αυτός τον οποίο ποθεί ο λαός: Πολλοί σκοτώθηκαν στον αγώνα για τη λαοπόθητη ανεξαρτησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek